τσαπατσούλης, -α, -ικο

τσαπατσούλης, -α, -ικο
(λ. τουρκ.), άνθρωπος ακατάστατος, άτσαλος, ανοικοκύρευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσαπατσούλης — α, ικο, Ν ακατάστατος, άτσαλος, επιπόλαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. capacul] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”